- πεκόπτερις
- (pecopteris). Γένος πτεριδοειδών πτεριδόφυτων που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανά τους βρίσκονται σε στρώματα της λιθανθρακοφόρου και της πέρμιας διάπλασης. Η π. ανήκει στην οικογένεια των πεκοπτερίδων.
* * *-έριδος, η(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πεκοπτερίδες και ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις τού λιθανθρακοφόρου και τού περμίου.
Dictionary of Greek. 2013.